λιμαίνω

λιμαίνω
λιμαίνω (AM) [λιμός]
(για στράτευμα ή για χώρα) υποφέρω από μεγάλη πείνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιμαντικός — λιμαντικός, ή, όν (Μ) [λιμαίνω] πειναλέος …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • λιμαινούσης — λῑμαινούσης , λιμαίνω suffer from famine pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμήναντος — λῑμήναντος , λιμαίνω suffer from famine aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμήνειε — λῑμήνειε , λιμαίνω suffer from famine aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλίμαινεν — ἐλί̱μαινεν , λιμαίνω suffer from famine imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλίμηνε — ἐλί̱μηνε , λιμαίνω suffer from famine aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”